πραγματοποιΐα

πραγματοποιΐα
ἡ, Α
πολιτική δεινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ποιΐα (< -ποιός*), πρβλ. δραματο-ποιΐα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραγματοποιίας — πραγματοποιίᾱς , πραγματοποιία statecraft fem acc pl πραγματοποιίᾱς , πραγματοποιία statecraft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”